- δραγμεύω
- δραγμεύω (Α)μαζεύω τα στάχυα και κάνω δεμάτια, χειρόβολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραγμεῦσαι — δραγμεύω collect the corn into sheaves aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμεύειν — δραγμεύω collect the corn into sheaves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμεύοντες — δραγμεύω collect the corn into sheaves pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… … Dictionary of Greek
δραγματεύω — (Μ) δραγμεύω … Dictionary of Greek
dergh- — dergh English meaning: to grasp Deutsche Übersetzung: “fassen” Material: Arm. trc̣ak “ brushwood bundle “ (probably from *turc̣ ak, *turc̣ from *dorgh so , Petersson KZ. 47, 265); Gk. δράσσομαι, Att. δράττομαι “ grasp “, δράγδην “ … Proto-Indo-European etymological dictionary